ζαχαροπλαστικός, -ή, -ά

ζαχαροπλαστικός, -ή, -ά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζαχαροπλάστη: Ζαχαροπλαστικά εργαλεία.
2. το θηλ. ως ουσ., ζαχαροπλαστική (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”